- φρεσκοποτισμένος
- -η, -ο, Νπρόσφατα ποτισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρεσκοποτισμένος — η, ο αυτός που ποτίστηκε πριν από λίγο: Φρεσκοποτισμένη γλάστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)